- γκρίνια
- και γρίνα και γρίνια, η1. παράπονο, μεμψιμοιρία2. διχόνοια, διαμάχη, διαπληκτισμός (φρ., «η φτώχεια φέρνει γκρίνια»)3. το συνεχές κλαψούρισμα τών μωρών.[ΕΤΥΜΟΛ. < (διαλεκτικό ιταλ.) grigna].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γκρίνια — η (λ. ιταλ.) 1. κλαψούρισμα νηπίων: Το μωρό δε σταματάει την γκρίνια γιατί πονάει η κοιλιά του. 2. μουρμούρα, μεμψιμοιρία: Δεν αργεί τα βράδια γιατί δεν αντέχει την γκρίνια της γυναίκας του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγγρη — η (Μ ἀγγρίς) νεοελλ. 1. λύπη που προκαλείται από ανεκπλήρωτη επιθυμία 2. συνεχές και άτονο κλάμα μικρού παιδιού, γκρίνια 3. φιλονικία, καβγάς μσν. οδύνη, πόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. < ἀγγρίζω] … Dictionary of Greek
γκρίνιασμα — το η γκρίνια* … Dictionary of Greek
γκρι-γκρι — το η αδιάκοπη γκρίνια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.] … Dictionary of Greek
γκρινιάζω — και γρινιάζω (Μ γρυννίζω) [γκρίνια] 1. παραπονούμαι συνεχώς, μεμψιμοιρώ 2. μουρμουρίζω 3. ενοχλώ κάποιον με τα παράπονα μου 4. (για μωρά) κλαψουρίζω … Dictionary of Greek
γκρινιάρης — α, ικο [γκρίνια] 1. αυτός που συνεχώς παραπονείται 2. εριστικός, καβγατζής 3. το μωρό που συνεχώς κλαψουρίζει … Dictionary of Greek
γογγυσμός — ο (AM γογγυσμός) [γογγύζω] 1. βογγητό 2. παράπονο, γκρίνια … Dictionary of Greek
γρίνια — γρινιάζω κ.λπ. βλ. γκρίνια, γκρινιάζω κ.λπ … Dictionary of Greek
κλαψούρα — και κλαούρα, η 1. το συνεχές και σιγανό κλάψιμο 2. μεμψιμοιρία, παράπονο, γκρίνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάψα + κατάλ. ούρα, πιθ. κατά το μουρμ ούρα] … Dictionary of Greek
μεμψιμοιρία — η (Α μεμψιμοιρία) [μεμψίμοιρος] η εκδήλωση τού μεμψίμοιρου, παράπονο κατά τής μοίρας, γκρίνια … Dictionary of Greek